εξάφνου

εξάφνου
και ξάφνου
επίρρ.
1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα 'ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.)
2. στη στιγμή, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό -ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε -ου (πρβλ. και άξαφνα-αξάφνου)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξάφνου — επίρρ. ξαφνικά, αιφνιδίως, απρόοπτα, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάφνου(βλ. λ. εξάφνου) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • άξαφνα — κ. άξαφνου επίρρ. βλ. έξαφνα κ. εξάφνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίρρ.) εξαίφνης το αρκτικό α με αφομοίωση, ενώ το ληκτικό α και ου αναλογικά προς τα επιρρ. σε α και ου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”